- πρωτοκεράτωψ
- -ωπος, ο, Ν(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος πρωτόγονων δεινοσαύρων που ανακαλύφθηκε σε αποθέσεις τού ανώτερου κρητιδικού στην έρημο Γκόμπι τής Μογγολίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protoceratops (< πρωτ[ο]-* + κεράτωψ)].
Dictionary of Greek. 2013.